Ευαγγέλιο Κυριακής της Πεντηκοστής .

2018-07-31

                                                                      Ἰωάννην

  Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς Ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξεν λέγων͵ Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ͵ καθὼς εἶπεν ἡ γραφή͵ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπεν περὶ τοῦ πνεύματος ὃ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν πνεῦμα͵ ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Ἐκ τοῦ ὄχλου οὖν ἀκούσαντες τῶν λόγων τούτων ἔλεγον͵ Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης·ἄλλοι ἔλεγον͵ Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον͵ Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται;οὐχ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυίδ͵ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης ὅπου ἦν Δαυίδ͵ ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐγένετο ἐν τῷ ὄχλῳ δι΄ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν͵ ἀλλ΄ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ΄ αὐτὸν τὰς χεῖρας. ῏Ηλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους͵ καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι͵ Διὰ τί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν;ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται͵ Οὐδέποτε ἐλάλησεν οὕτως ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι͵ Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλὰ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπάρατοί εἰσιν. Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς͵ ὁ ἐλθὼν πρὸς αὐτὸν τὸ πρότερον͵ εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν΄Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον ἐὰν μὴ ἀκούσῃ πρῶτον παρ΄ αὐτοῦ καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ͵ Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγείρεται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς λέγων͵ Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ͵ ἀλλ΄ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.


                                                                        ΑΠΟΔΟΣΗ

  Την τελευταία μέρα της μεγάλης γιορτής στάθηκε ο Ιησούς και φώναξε δυνατά λέγοντας, οποίος δίψα ας έρχεται σε μένα και ας πίνει. Όποιος πιστεύει σε μένα, όπως το είπε η Γραφή, θα τρέξουν από την καρδιά του ποταμοί ζωντανού νερού. Και το είπε αυτό για το Πνεύμα πού θα έπαιρναν εκείνοι πού θα πίστευαν σ' αυτόν γιατί ακόμη δεν ήταν Άγιον Πνεύμα, επειδή ο Χριστός ακόμα δεν είχε δοξαστεί. Πολλοί λοιπόν από τον λαό, όταν άκουσαν τον λόγο έλεγαν αυτός είναι αληθινά ο προφήτης. Άλλοι έλεγαν αυτός είναι ο Χριστός. Άλλοι έλεγαν μήπως από τη Γαλιλαία έρχεται ο Χριστός; Μήπως δεν το είπε η γραφή πώς από τη γενιά του Δαβίδ και από το χωριό Βηθλεέμ, πού καταγόταν ό Δαβίδ, έρχεται ο Χριστός; Χωρίστηκαν λοιπόν οι γνώμες ανάμεσα στο λαό γι' αυτόν. Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε χέρι επάνω του. Ήλθαν λοιπόν οι υπηρέτες στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους και τους είπαν εκείνοι, γιατί δεν τον πιάσατε να τον φέρετε εδώ; Αποκρίθηκαν οι υπηρέτες, ποτέ δε μίλησε έτσι άνθρωπος, όπως αυτός εδώ ο άνθρωπος. Οι Φαρισαίοι λοιπόν τους απάντησαν μήπως και σεις έχετε πλανηθεί; Είδατε κανένα από τους άρχοντες ή από τους Φαρισαίους να πιστεύσει σ' αυτόν; Όμως αυτός ο όχλος, πού δεν γνωρίζει τον νόμο, πιστεύει σ' αυτόν και γι' αυτό είναι καταραμένοι. Τότε τους λέγει ο Νικόδημος, πού ήλθε στον Ιησού τη νύκτα και πού ήταν ένας από αυτούς πού τον πίστευαν. Μήπως μπορεί ο νόμος μας να κρίνει αυτόν τον άνθρωπο, αν προηγουμένως δεν ακούσει τον ίδιο και μάθει τί ακριβώς κάνει; Τότε του αποκρίθηκαν και του είπαν μήπως και συ είσαι από τη Γαλιλαία; Ψάξε να δεις, πώς κανένας προφήτης δεν έχει βγει ποτέ από τη Γαλιλαία. Και ο καθένας πήγε στο σπίτι Του.

  Πάλι ο Χριστός τους μίλησε και τους έλεγε, εγώ είμαι το φως του κόσμου, όποιος με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει μέσα του το φως της ζωής.

                                                                              ***



                                                 Από τις Πράξεις των Αποστόλων

                                                             Κεφ. 2, χωρία 1 έως 11

  Β΄\ 1 Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. 2 καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· 3 καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, 4 καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. 5 Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· 6 γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. 7 ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; 8 καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, 9 Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, 10 Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, 11 Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;.


                                                                      ΑΠΟΔΟΣΗ

 Είχαν πια συμπληρωθεί πενήντα μέρες από την Ανάσταση και ήσαν όλοι συνηγμένοι μαζί, με μια σκέψη και με μια καρδιά. Και ξαφνικά ακούστηκε μια βουή από τον ουρανό σαν να φυσούσε δυνατός αέρας και γέμισε όλο το σπίτι που κάθονταν.

Και φάνηκαν να μοιράζονται γλώσσες σαν από φωτιά, πού μια-μια κάθισαν πάνω στον καθέναν από αυτούς.

Και γέμισαν όλοι από Άγιο Πνεύμα και άρχισαν να ομιλούν διάφορες γλώσσες, καθώς το Πνεύμα τους έδινε τρόπο να εκφράζονται.

Κατοικούσαν δε τότε στην Ιερουσαλήμ Ιουδαίοι, άνθρωποι ευλαβείς από κάθε τόπο της ιουδαϊκής διασποράς.

Και όταν ακούστηκε αυτή η βοή, μαζεύτηκαν όλοι τρομαγμένοι, γιατί άκουαν ό καθένας να λαλούν οι Απόστολοι στη δική του γλώσσα.

Απορούσαν όλοι και θαύμαζαν και έλεγαν μεταξύ τους: Μην τάχα όλοι τούτοι εδώ πού λαλούν δεν είναι Γαλιλαίοι; Και πώς λοιπόν εμείς τους ακούμε ο καθένας μας στη δική μας μητρική γλώσσα; Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται και όσοι κατοικούν στη Μεσοποταμία, στην Ιουδαία και την Καππαδοκία, τον Πόντο και την Ασία, την Φρυγία και την Παμφυλία, την Αίγυπτο και τα μέρη της Λιβύης προς το μέρος της Κυρήνης. Επίσης οι κατοικούντες εδώ Ρωμαίοι, και Ιουδαίοι και προσήλυτοι, Κρήτες και Άραβες τους ακούμε να μιλούν στις δικές μας γλώσσες για τα μεγαλεία του Θεού;